Übeltäter
Maskulinum, männlich | αρσενικό mhumorvoll, scherzhaft | χιουμοριστικάhum , ÜbeltäterinFemininum, weiblich | θηλυκό f humorvoll, scherzhaft | χιουμοριστικάhumVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- δράστηςMaskulinum und Femininum | αρσενικό και θηλυκό m/fÜbeltäterÜbeltäter