„Tool“: Neutrum, sächlich ToolNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-s; -s> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) εργαλείο εργαλείοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Tool Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT Tool Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT