„Sumpf“: Maskulinum, männlich SumpfMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s; Sümpfe> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) βάλτος, τέλμα, έλος βάλτοςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Sumpf τέλμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Sumpf έλοςNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Sumpf Sumpf