„stilistisch“: Adjektiv stilistischAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) στιλιστικός στιλιστικός stilistisch stilistisch „stilistisch“: Adverb stilistischAdverb | επίρρημα adv Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) το ύφος της έκθεσης είναι καλό ejemplos der Aufsatz ist stilistisch gut το ύφος της έκθεσης είναι καλό der Aufsatz ist stilistisch gut