„Stichwunde“: Femininum, weiblich StichwundeFemininum, weiblich | θηλυκό f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) τραύμα από αιχμηρό όργανο τραύμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n από αιχμηρό όργανο Stichwunde Stichwunde