„standfest“: Adjektiv standfestAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj, standhaftAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) σταθερός, ακλόνητος σταθερός, ακλόνητος standfest standfest