„speichern“: transitives Verb speicherntransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) αποθηκεύω αποθηκεύω speichern lagern Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT speichern lagern Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT ejemplos speichern unter Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT αποθηκεύω ως speichern unter Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT