„Speckgürtel“: Maskulinum, männlich SpeckgürtelMaskulinum, männlich | αρσενικό m in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) εξωτερικά προάστια εξωτερικά προάστιαNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου npl Speckgürtel um eine Stadt Speckgürtel um eine Stadt