„Sonderzulage“: Femininum, weiblich SonderzulageFemininum, weiblich | θηλυκό f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) ειδική αμοιβή, συμπληρωματικό επίδομα ειδική αμοιβήFemininum, weiblich | θηλυκό f Sonderzulage συμπληρωματικό επίδομαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Sonderzulage Sonderzulage