„schuldunfähig“: Adjektiv schuldunfähigAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) ανίκανος να διαπράξει έγκλημα ανίκανος να διαπράξει έγκλημα schuldunfähig Rechtswesen | νομικός όροςJUR schuldunfähig Rechtswesen | νομικός όροςJUR