„Schadstoff“: Maskulinum, männlich SchadstoffMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s; -e> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) βλαβερή ουσία, ρυπαντική/ρυπογόνος ουσία, ρύπος βλαβερή ουσίαFemininum, weiblich | θηλυκό f Schadstoff Schadstoff ρυπαντική/ρυπογόνος ουσίαFemininum, weiblich | θηλυκό f Schadstoff Umwelt ρύποςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Schadstoff Umwelt Schadstoff Umwelt