„sauber“: Adjektiv sauberAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) καθαρός καθαρός sauber sauber ejemplos sauber machen καθαρίζω sauber machen sauber halten διατηρώ καθαρό sauber halten unsere kleine Katze ist noch nicht sauber η μικρή μας γάτα δεν έχει εξημερωθεί ακόμη unsere kleine Katze ist noch nicht sauber