„säurearm“: Adjektiv säurearmAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) χαμηλής περιεκτικότητας οξεός χαμηλής περιεκτικότητας οξεός säurearm säurearm