„rohstoffreich“: Adjektiv rohstoffreichAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) πλούσιος σε πρώτες ύλες πλούσιος σε πρώτες ύλες rohstoffreich rohstoffreich