„rohstoffarm“: Adjektiv rohstoffarmAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) φτωχός σε πρώτες ύλες φτωχός σε πρώτες ύλες rohstoffarm rohstoffarm