„reißfest“: Adjektiv reißfestAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) ανθεκτικός στο σχίσιμο ανθεκτικός στο σχίσιμο reißfest reißfest