„Reisebedarf“: Maskulinum, männlich ReisebedarfMaskulinum, männlich | αρσενικό m Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) απαραίτητα εφόδια ταξιδιού απαραίτητα εφόδιαNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου npl ταξιδιού Reisebedarf Reisebedarf