Rechtfertigungsgrund
Maskulinum, männlich | αρσενικό mVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- αιτιολόγησηFemininum, weiblich | θηλυκό fRechtfertigungsgrund auch | και, επίσηςa. Rechtswesen | νομικός όροςJURRechtfertigungsgrund auch | και, επίσηςa. Rechtswesen | νομικός όροςJUR