„randalieren“: intransitives Verb randalierenintransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) προκαλώ ταραχές, προκαλώ επεισόδια προκαλώ ταραχές, προκαλώ επεισόδια randalieren randalieren