„proportional“: Adjektiv proportionalAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) αναλογικός αναλογικός proportional proportional ejemplos direkt proportional (zu etwas) ευθέως ανάλογος (σε κάτι) direkt proportional (zu etwas) umgekehrt proportional (zu etwas) αντιστρόφως ανάλογος (σε κάτι) umgekehrt proportional (zu etwas)