„prächtig“: Adjektiv prächtigAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) μεγαλοπρεπής, μεγαλειώδης, λαμπρός μεγαλοπρεπής, μεγαλειώδης, λαμπρός prächtig prächtig