„Plattenbau“: Maskulinum, männlich PlattenbauMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s; -bauten> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) κτίριο από προκατασκευασμένες πλάκες τσιμέντου κτίριοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n από προκατασκευασμένες πλάκες τσιμέντου Plattenbau Geschichte | ιστορίαHIST DDR Plattenbau Geschichte | ιστορίαHIST DDR