„planlos“: Adjektiv planlosAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) αμέθοδος, μη μεθοδικός, χωρίς στόχο αμέθοδος, μη μεθοδικός planlos ohne System planlos ohne System χωρίς στόχο planlos ohne Ziel planlos ohne Ziel