„pflichtgemäß“: Adjektiv pflichtgemäßAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) σύμφωνος προς το καθήκον σύμφωνος προς το καθήκον pflichtgemäß pflichtgemäß