„pervers“: Adjektiv perversAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) ανώμαλος, διεστραμμένος, έκφυλος ανώμαλος, διεστραμμένος, έκφυλος pervers pervers