Personenkraftwagen
Maskulinum, männlich | αρσενικό mVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- (επιβατικό) αυτοκίνητοNeutrum, sächlich | ουδέτερο nPersonenkraftwagenαυτοκίνητοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n /όχημαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n ιδιωτικής χρήσηςPersonenkraftwagenPersonenkraftwagen