pendeln
intransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/iVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- ταλαντεύομαι, αιωρούμαιpendeln schwingen <Hilfsverb haben | βοηθητικό ρήμα habenh.>pendeln schwingen <Hilfsverb haben | βοηθητικό ρήμα habenh.>
- μετακινούμαι από και προς τον τόπο εργασίαςpendeln zwischen zwei Orten hin- und herfahren <Hilfsverb sein | βοηθητικό ρήμα seins.>pendeln zwischen zwei Orten hin- und herfahren <Hilfsverb sein | βοηθητικό ρήμα seins.>