„Ölheizung“: Femininum, weiblich ÖlheizungFemininum, weiblich | θηλυκό f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) θέρμανση πετρελαίου με πετρέλαιο θέρμανσηFemininum, weiblich | θηλυκό f πετρελαίουoder | ή od με πετρέλαιο Ölheizung Ölheizung