„Obergeschoss“: Neutrum, sächlich ObergeschossNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-es; -e> regional verwendet | ιδιωματισμόςreg Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) πάνω πάτωμα, πάνω όροφος (ε)πάνω πάτωμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Obergeschoss (ε)πάνω όροφοςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Obergeschoss Obergeschoss