„mulmig“: Adjektiv mulmigAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) με έπιασε το στομάχι μου ejemplos mir war mulmig zumute με έπιασε το στομάχι μου mir war mulmig zumute