Minimierung
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- ελαχιστοποίησηFemininum, weiblich | θηλυκό fMinimierung auch | και, επίσηςa. Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUTMinimierung auch | και, επίσηςa. Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT