„Mindestgröße“: Femininum, weiblich MindestgrößeFemininum, weiblich | θηλυκό f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) κατώτατο μέγεθος, κατώτατο ύψος κατώτατο μέγεθοςNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Mindestgröße Mindestgröße κατώτατο ύψοςNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Mindestgröße Mensch Mindestgröße Mensch