„Messgerät“: Neutrum, sächlich MessgerätNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) όργανο μέτρησης, συσκευή μέτρησης, μετρητής όργανοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n μέτρησης, συσκευήFemininum, weiblich | θηλυκό f μέτρησης, μετρητήςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Messgerät Messgerät