„männlich“: Adjektiv männlichAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) αντρικός, αρσενικός αντρικός männlich mannhaft männlich mannhaft αρσενικός männlich Zoologie | ζωολογίαZOOL männlich Zoologie | ζωολογίαZOOL