„List“: Femininum, weiblich ListFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) δόλος, πονηριά, πανουργία δόλοςMaskulinum, männlich | αρσενικό m List Trick List Trick πονηριάFemininum, weiblich | θηλυκό f List auch | και, επίσηςa. Schlauheit πανουργίαFemininum, weiblich | θηλυκό f List auch | και, επίσηςa. Schlauheit List auch | και, επίσηςa. Schlauheit