„linientreu“: Adjektiv linientreuAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) πιστός στη γραμμή του κόμματος πιστός στη γραμμή του κόμματος linientreu Politik | πολιτικήPOL linientreu Politik | πολιτικήPOL