lichtbeständig
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- ανθεκτικός στο ξεθώριασμαlichtbeständig Stoff, Farbeet cetera, und so weiter | κ.τ.λ., και τα λοιπά etclichtbeständig Stoff, Farbeet cetera, und so weiter | κ.τ.λ., και τα λοιπά etc