„kuschelig“: Adjektiv kuscheligAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj umgangssprachlich | οικείοumg Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) ζεστός και απαλός, για αγκαλιά ζεστός και απαλός kuschelig kuschelig για αγκαλιά kuschelig Tier kuschelig Tier