Klage
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -n>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- παράπονοNeutrum, sächlich | ουδέτερο nKlage BeschwerdeKlage Beschwerde
- θρήνοςMaskulinum, männlich | αρσενικό mKlage WehklageοδυρμόςMaskulinum, männlich | αρσενικό mKlage WehklageKlage Wehklage
- μήνυσηFemininum, weiblich | θηλυκό fKlage Rechtswesen | νομικός όροςJURαγωγήFemininum, weiblich | θηλυκό fKlage Rechtswesen | νομικός όροςJURKlage Rechtswesen | νομικός όροςJUR