„Kläger“: Maskulinum, männlich KlägerMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; -> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) μηνυτής, ενάγων μηνυτήςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Kläger Rechtswesen | νομικός όροςJUR ενάγωνMaskulinum, männlich | αρσενικό m Kläger Rechtswesen | νομικός όροςJUR Kläger Rechtswesen | νομικός όροςJUR