„kanonisch“: Adjektiv kanonischAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) σύμφωνος με το εκκλησιαστικό δίκαιο σύμφωνος με το εκκλησιαστικό δίκαιο kanonisch Religion | θρησκείαREL kanonisch Religion | θρησκείαREL