„Internet“: Neutrum, sächlich InternetNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-s> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) διαδίκτυο, Ίντερνετ, Ιντερνέτ διαδίκτυοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Internet ΊντερνετNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Internet ΙντερνέτNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Internet Internet ejemplos im Internet surfen σερφάρω στο Ίντερνετ im Internet surfen Zugang zum Internet haben έχω πρόσβαση στο Ίντερνετ Zugang zum Internet haben