„improvisiert“: Adjektiv improvisiertAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) αυτοσχέδιος αυτοσχέδιος improvisiert auch | και, επίσηςa. Musik | μουσικήMUS improvisiert auch | και, επίσηςa. Musik | μουσικήMUS