immunisieren
transitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/tVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- ανοσοποιώimmunisieren auch | και, επίσηςa. Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUTimmunisieren auch | και, επίσηςa. Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT