„Hose“: Femininum, weiblich HoseFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -n> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) πανταλόνι, παντελόνι πανταλόνιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Hose παντελόνιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Hose Hose ejemplos diese Klausur ging in die Hose umgangssprachlich | οικείοumg αυτό το τεστ πήγε κατά διαόλου diese Klausur ging in die Hose umgangssprachlich | οικείοumg hier ist abends tote Hose umgangssprachlich | οικείοumg εδώ τα βράδια είναι νέκρα hier ist abends tote Hose umgangssprachlich | οικείοumg