„Hohn“: Maskulinum, männlich HohnMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) χλευασμός, σαρκασμός, κοροϊδία χλευασμόςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Hohn σαρκασμόςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Hohn Hohn κοροϊδίαFemininum, weiblich | θηλυκό f Hohn umgangssprachlich | οικείοumg Hohn umgangssprachlich | οικείοumg