„Hörweite“: Femininum, weiblich HörweiteFemininum, weiblich | θηλυκό f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) μικρή απόσταση μικρή απόστασηFemininum, weiblich | θηλυκό f Hörweite Hörweite ejemplos in Hörweite σε σχετικά μικρή απόσταση in Hörweite