„Hochsaison“: Femininum, weiblich HochsaisonFemininum, weiblich | θηλυκό f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) κύρια τουριστική περίοδος, περίοδος αιχμής κύρια τουριστική περίοδοςFemininum, weiblich | θηλυκό f Hochsaison περίοδοςFemininum, weiblich | θηλυκό f αιχμής Hochsaison Hochsaison