„heillos“: Adjektiv heillosAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) αυτό είναι ένα τρομερό μπέρδεμα ejemplos das ist ein heilloses Durcheinander αυτό είναι ένα τρομερό μπέρδεμα das ist ein heilloses Durcheinander