„handelsüblich“: Adjektiv handelsüblichAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) συνηθισμένος στο εμπόριο συνηθισμένος στο εμπόριο handelsüblich handelsüblich